μουζικάντης

μουζικάντης
ο
(λ. ιταλ.), ασήμαντος μουσικός, οργανοπαίχτης: Στο πανηγύρι μαζεύτηκαν όλοι οι μουζικάντηδες της περιοχής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μουζικάντης — και μουσικάντης, ο 1. (συν. υποτιμητικά) μουσικός 2. ασήμαντος οργανοπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musicante, μτχ. τού musicare «μελοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • μουσικάντης — ο ο μουζικάντης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”